- πλατυπόδαρος
- η , ο страдающий плоскостопием
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλατυπόδαρος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει πλατιά πόδια, πλατύποδας 2. αυτός που πάσχει από πλατυποδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + ποδάρα] … Dictionary of Greek
πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… … Dictionary of Greek
πλατύπους — (platypus). Γένος κυλινδρικών κολεόπτερων, της οικογένειας των Πλατυποδιδών. Έχουν πλατύ μέτωπο και ζουν μέσα στα ξύλα διάφορων δέντρων. Το κυριότερο είδος είναι οπ. ο κυλινδρικός, που ζει στις βελανιδιές της Ευρώπης. * * * ουν / πλατύπους, ουν… … Dictionary of Greek